Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χαρακτήρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χαρακτήρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Sin City (2005)

Σκηνοθεσία: Robert Rodriguez, Quentin Tarantino, Frank Miller
Σενάριο:  Frank Miller
Παίζουν: Mickey Rourke, Jessica Alba, Bruce Willis, Clive Owen, Benicio Del Toro, Rosario Dawson, Elijah Wood, Michael Clarke Duncan, Alexis Bledel, Rutger Hauer
Παραγωγή: HΠΑ
Διάρκεια: 124’

Την είδα ξανά τυχαία στο άχρηστο κουτί, που όταν θέλει άλλο άχρηστο δεν είναι και κάτι τέτοιες στιγμές εκτιμώ την ύπαρξή του. Την είχα δει χρόνια πριν, μαθήτρια ακόμη, σε DVD, όταν νοικιάζαμε ακόμη DVD, εμείς οι μανιακοί.

Μου είχε αρέσει τόσο πολύ που είχα γεμίσει το μαθητικό μου δωμάτιο με αφίσες των πρωταγωνιστών και την είχα εντυπώσει στη μνήμη μου, ώστε όταν κάποιος με ρωτήσει ποια είναι η αγαπημένη μου ταινία να πω έτσι με έναν αυθορμητισμό, «το Sin City φυσικά!».

Και εάν κάποιος δεν την γνώριζε, ήταν η ευκαιρία μου να αρχίζω να περιγράφω το σκοτεινό της background, τις εικόνες που ξεπηδούν από το κόμικ σαν από ένα απόκοσμο σύμπαν, τα ιδιαίτερα γραφικά και τους χαρακτήρες που ο ένας είναι πιο «αμαρτωλός» από τον άλλον και πάει λέγοντας.

Είναι από τις λίγες ταινίες που μονάχα με μία θέαση εισβάλλει ύπουλα στη μνήμη σου και δύσκολα φεύγει από εκεί. Και επειδή από τότε που την είχα νοικιάσει σε DVD έχουν περάσει από τα χέρια μου εκατοντάδες άλλες ταινίες που διεκδίκησαν μία θέση στη λίστα των αγαπημένων, το Sin City κρατούσε πάντα μία περίοπτη, ολότελα δική του θέση. Είχε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι άρρωστα εθιστικό.

Θα ξεκινήσω αφηγηματικά για να συνεχίσω με το περιεχόμενο, αφήνοντας το ερμηνευτικό κομμάτι για το τέλος. Η αφήγηση λοιπόν, χωρίζεται σε τρεις διαφορετικές ιστορίες, τρεις χαρακτήρες παίρνουν τα ηνία του κύριου αφηγητή και μας εισάγουν στον δικό τους κόσμο, τους προβληματισμούς τους και κυρίως τις αμαρτωλές καταστάσεις της πόλης Basin City.

Ο Marv, παραμορφωμένος, μεγαλόσωμος και ευαίσθητος, θα θελήσει να εκδικηθεί την αγάπη της ζωής του, την Goldie, μία ιερόδουλη που θα πέσει θύμα ενός διεστραμμένου νεαρού και του προστατευόμενου του. Ο Dwight έχει σιχαθεί την διαφθορά στην πόλη και αποφασίζει να πάρει το νόμο στα χέρια του. Θα γίνει συνένοχος ενός ξαφνικού εγκλήματος που θα τον παρασύρει σε μία σειρά παράνομων δραστηριοτήτων, μαζί με τη συμμορία των ιεροδούλων και την αρχηγό τους Gail.  

Η τρίτη ιστορία με την οποία ξεκινά και τελειώνει η ταινία είναι αυτή του αστυνομικού Hartigan, ο οποίος θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή και την καριέρα του, προκειμένου να σώσει ένα μικρό κορίτσι από τα χέρια ενός παιδόφιλου. Τοποθετημένη σε δύο διαφορετικά χρονικά πλαίσια, αυτή η ιστορία είναι και ο πυρήνας της «αμαρτωλής πόλης».

Οι τρεις αυτές ιστορίες συνδέονται μεταξύ τους, όχι όμως άρρηκτα. Η μία διαδέχεται την άλλη και όλες μαζί συνθέτουν ένα χρονικό απόλυτης διαφθοράς και διαστροφής, εγκλήματος και βίας σε μία πόλη όπου οι κανόνες υπάρχουν στη σφαίρα του φανταστικού και η δικαιοσύνη είναι κάτι ουτοπικό.

Οι χαρακτήρες που παρακολουθούμε δεν είναι ακριβώς αθώοι, δρουν στα πλαίσια της απόλυτης ανομίας γιατί ακριβώς το περιβάλλον και οι καταστάσεις δεν τους επιτρέπουν κάτι άλλο. Σκέψου τι θα έκανες εάν ήσουν εσύ στη θέση τους. Θα προτιμούσες να κατέληγες νεκρός ή να δρούσες προκειμένου να σώσεις τον εαυτό σου και τους αγαπημένους σου; Αντιπροσωπεύουν τον κλασικό αντιήρωα, που όντας και ο ίδιος αμαρτωλός, θα πράξει μέσα στα όρια της ανομίας για να πετύχει τον απόλυτα ηθικό σκοπό του.

Ο γραφικός κόσμος του Miller ξεπηδά από τις σκοτεινές σελίδες των κόμικς του και ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη με τις σκηνοθετικές οδηγίες του Rodriguez και του Tarantino ως guest director (είναι εμφανές το κομμάτι που σκηνοθέτησε ο Tarantino νομίζω). Ολοκληρωτικά γυρισμένο σε στούντιο, ο σκηνοθέτης δημιούργησε ένα σύμπαν σκοτεινό και βρώμικο μα και τόσο αληθινό που δεν μπορείς παρά να το συγκρίνεις με το τώρα. Είναι - αν μη τι άλλο – μία υπερβολική αποτύπωση ενός παράλληλου σύγχρονου κόσμου τόσο διεφθαρμένου που το έγκλημα είναι η μόνη διέξοδος.

Και ναι γνωρίζεις με σιγουριά πως τέτοια μέρη υπάρχουν στον πλανήτη, πως τέτοιοι άνθρωποι είναι δυστυχώς μία πραγματικότητα που όλοι θα θέλαμε να μην γνωρίζαμε πως υπάρχει. Όμως το να αποφεύγεις το πρόβλημα, δεν το  εξαφανίζεις κιόλας. Η διαφθορά είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης.

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία που επιμένει να δίνει έμφαση στο κόκκινο χρώμα, είτε είναι το κραγιόν ενός θηλυκού είτε το φόρεμα ενός άλλου, αποφεύγει να αποτυπώσει το κόκκινο του αίματος. Ίσως γιατί δεν θέλει να αλλοιώσει την έννοια του κόκκινου χρώματος, αυτού του πάθους και του έρωτα, των συναισθημάτων και της θηλυκής παρουσίας.

Το κίτρινο χρώμα που κάνει την εμφάνισή του στο τελευταίο μέρος της ταινίας αντιπροσωπεύει κάτι άρρωστο, κάτι άσχημο, την παραμόρφωση του παιδόφιλου που ο Hartigan θεώρησε πως είχε σκοτώσει. Το μαύρο είναι το κυρίαρχο χρώμα (σε ρούχα, μακιγιάζ και σκηνικά) μαζί με το άσπρο που αποτυπώνεται εντονότερα προκειμένου να ενισχύσει την αντίθεση μεταξύ τους.

Τα απότομα zoom ins δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στους χαρακτήρες – αφηγητές και οδηγούν τη δράση και τη βία σε ένα επίπεδο σουρεαλισμού. Ο φωτισμός παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην σκηνοθεσία και ειδικά σε μία ασπρόμαυρη ταινία. Τα after effects κάνουν τα χαρακτηριστικά των προσώπων και τις κινήσεις των πρωταγωνιστών πιο ζωντανές, τους προσδίδουν μία απόκοσμη γυαλάδα, μία πιο έντονη αντίθεση με τον αληθινό κόσμο.

Κατά τη διάρκεια της ταινίας, όλη η δράση που παρακολουθούμε είναι κάτω από το πέπλο της νύχτας σε ένα απόκοσμο περιβάλλον, σε μπαρ, σε δάση, σε απομονωμένα σπίτια, σε βρώμικα διαμερίσματα, στα σπορ αυτοκίνητα, σε αλάνες και σε κρύους παγωμένους δρόμους. Το σκηνικό είναι εχθρικό όπως και η ίδια η πόλη. Η μόνη σύνδεση με το αληθινό, πιο ρεαλιστικό παρόν είναι η πρώτη και η τελευταία σκηνή. Η πρώτη σε ένα μπαλκόνι ουρανοξύστη και η τελευταία σε ένα νοσοκομείο με ήχους που ξαφνικά σε επαναφέρουν από τον άγριο κόσμο των δρόμων σε μία πιο γνώριμη πραγματικότητα.

Ο ανώνυμος χαρακτήρας του Josh Hartnett είναι η σύνδεση με την πραγματικότητα όπου η βία είναι συγκαλυμμένη. Ο κίνδυνος είναι πιο ρεαλιστικός γιατί δεν είναι τόσο εμφανής όπως στον κόσμο της Basin City. Γοητευτικός πίσω από το προσωπείο του Hartnett, είναι εκεί άγρυπνος και έτοιμος να σε κατασπαράξει, εσύ όμως συνεχίζεις να ζεις τη ζωή σου μέχρι να αποφασίσει να σου αποκαλυφθεί. Τότε όλα είναι πιθανά.

Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες για τη σημειωτική εδώ και ίσως να προέκυπταν πολλά ενδιαφέροντα αποτελέσματα, όμως το Sin City θα προτιμούσε να τα αφήναμε ανέπαφα για τους θεατές να τα ανακαλύψουν από μόνοι τους. Την γραφική απεικόνιση της βίας, τα μηνύματα της σύγχρονης διαφθοράς, την διαστρεβλωμένη ηθική και δικαιοσύνη, τους αντιήρωες που τη συντροφεύουν, το ατιμώρητο έγκλημα και τα καταπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία.


Μία βουτιά στη Sin City και δε θα είσαι ποτέ ο ίδιος. 

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Beginners (2010)

Σκηνοθεσία: Mike Mills
Σενάριο: Mike Mills
Παίζουν: Ewan McGregor, Christopher Plummer, Mélanie Laurent
Παραγωγή: ΗΠΑ
Διάρκεια:105΄

Το Beginners είναι από εκείνες τις ταινίες που για κάποιο λόγο σου προκαλούν ένα περίεργο συναίσθημα, μία αίσθηση αλλιώτικη, σαν να θέλεις να βουτήξεις στο εσωτερικό της και να μη σου το επιτρέπει.

Μην παρεξηγήσετε όμως τα λόγια μου. Ούτε περίεργη είναι, ούτε ακαταλαβίστικη. Είναι απλά μία πολύ έντονα συναισθηματική ταινία. Η δομή της δεν βασίζεται τόσο στο σενάριο, όσο στην εξέλιξη των ιστοριών των πρωταγωνιστών, τα συναισθήματά τους και την ψυχική τους κατάσταση.

Ο Oliver, είναι ένας νεαρός άντρας, που διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής του. Ο πατέρας του απεβίωσε πρόσφατα, έπειτα από μία σύντομη μάχη με τον καρκίνο, αφού όμως πρώτα εκμυστηρεύτηκε στο γιό του, πως όλα αυτά τα χρόνια έκρυβε την αληθινή ταυτότητά του, αυτή του απόλυτα συνειδητοποιημένου ομοφυλόφιλου.

Το αρχικό σοκ της αποκάλυψης, έρχεται να δώσει τη θέση του στην ψυχική καταρράκωση του ήρωα, αφού όλα όσα γνώριζε για την οικογένειά του γκρεμίζονται, με τον ίδιο να περνάει μία βαθιά και συναισθηματική κρίση ταυτότητας.

Η αλήθεια είναι πως σε οποιονδήποτε να συνέβαινε αυτό, αποβάλλοντας το σοκ για την όποια σεξουαλική ταυτότητα, θα αισθανόταν εγκλωβισμένος σε μία ζωή υποκρισίας και ψεμάτων, αφού οι ζωές των γονιών μας συνδέονται άρρηκτα με τις δικές μας, όσο και αν το αρνούμαστε πεισματικά.

Ο νεαρός Oliver, έχει να αντιμετωπίσει εκτός από τα φαντάσματα του παρελθόντος, και τη δική του προσωπική κρίση, αφού ο θάνατος του πατέρα του προκάλεσε εν γένει μία αναδιάρθρωση του χαρακτήρα  του, των προτεραιοτήτων στη ζωή του, κάνοντάς τον να επαναπροσδιορίσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Κάπου εκεί, όντας χαμένος στις σκέψεις του και στη δουλειά του (είναι γραφίστας σε δισκογραφική εταιρία), θα γνωρίσει ένα αλλιώτικο κορίτσι που θα του αλλάξει τη ζωή, την Anna.

Θα γνωριστούν σε ένα πάρτι χωρίς καν να μιλήσουν, αφού η νεαρή κοπέλα – ηθοποιός στο επάγγελμα – πάσχει από φαρυγγίτιδα, γεγονός που δεν της επιτρέπει να μιλά. Η σχέση θα αναπτυχθεί αργά και σταδιακά, αποδεικνύοντας τα μειονεκτήματα του καθενός, αφού θα περάσει από πολλά στάδια κρίσης.

Και οι δύο ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την κοινή κρίση που στιγματίζει τη σχέση τους, θα προσπαθήσουν να ξεφύγουν ο ένας από τον άλλον, να προλάβουν να φύγουν, μήπως και καταφέρουν να μην πληγωθούν ανεπανόρθωτα.

Όμως ο έρωτας είναι μία δύναμη που δεν την ελέγχει η ανθρώπινη καρδιά και γρήγορα θα αντιληφθούν και οι δύο πως η ζωή δεν έχει κάποιο νόημα χωρίς την αγάπη τους, όσο δύσκολη και γεμάτη με εμπόδια φαίνεται ότι είναι.

Ο Oliver έχει πλέον να αντιμετωπίσει το παρελθόν που τον στοιχειώνει, τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία με την μητέρα του, καθώς ο σαρκαστικός της εαυτός, δεν του επέτρεψε ποτέ να αντιληφθεί τί πραγματικά συνέβαινε.

Έχοντας ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή του, λίγο πριν ο πατέρας του πεθάνει από την αρρώστια, προσπαθεί να καταλάβει πως η ίδια του η οικογένεια ήταν βασισμένη σε ένα ψέμα.

Ζώντας σε άλλη εποχή, λιγότερο ομοφυλοφιλικά συνειδητοποιημένη, ο πατέρας του Oliver, Hal, ήξερε από πάντα πως αυτό που είναι δεν αλλάζει. Δεν είναι αρρώστια, όπως πολλοί του είπαν, δεν είναι «φάση». Είναι ο αληθινός του εαυτός.

Η γυναίκα και μητέρα του Oliver, θεώρησε πως μπορούσε να τον «αλλάξει», πως με τη συντροφιά μιας γυναίκας θα ερχόταν στον «ίσιο» δρόμο. Όμως η σεξουαλική ταυτότητα κάποιου δεν αλλάζει, όσο και αν – ακόμη και σήμερα – σοκάρει ή θεωρείται ταμπού.

Το “Beginners” είναι σίγουρα μία ταινία χαρακτήρων, μία ταινία που βασίζει μεγάλο μέρος της στην διαστρεβλωμένη αφήγηση και τα πολλαπλά φλας μπακ, αυτή που μοιάζει να πήρες δεκάδες κομμάτια και να προσπάθησες να τα ενώσεις για να φτιάξεις μία ιστορία.
Όχι δεν είναι μείον για την ιστορία, είναι το πλεονέκτημά της, αυτό που την καθιστά τόσο συναισθηματική, τόσο αληθινά βγαλμένη από την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.

Γεμάτη συμβολισμούς (βλ. η παρουσία του αξιαγάπητου σκύλου σηματοδοτεί τη μνήμη του πατέρα του) και ερμηνείες για τη ζωή των χαρακτήρων της, η ταινία αυτή προσέφερε άλλη μία εκπληκτική ερμηνεία από τον ηθοποιό Christopher Plummer, για την οποία και κέρδισε το Όσκαρ Β’ Καλύτερου Ηθοποιού το 2012.


Σε μία κοινωνία όπου όλα αλλάζουν, η ταινία αυτή σηματοδοτεί με τον άκρατο συναισθηματισμό της, την αξιοσημείωτη (και τόσο όμορφη) σιωπή της, την μελαγχολική ταυτότητά της και το ιδιαίτερο χιούμορ της, μία ειλικρινή αποτύπωση της ίδιας της ζωής. Είναι συνάμα πικρή και γλυκιά, όμορφη και άσχημη με το γέλιο και το κλάμα της, με την αλήθεια και τα ψέματά της.