Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κωμωδία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κωμωδία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Beginners (2010)

Σκηνοθεσία: Mike Mills
Σενάριο: Mike Mills
Παίζουν: Ewan McGregor, Christopher Plummer, Mélanie Laurent
Παραγωγή: ΗΠΑ
Διάρκεια:105΄

Το Beginners είναι από εκείνες τις ταινίες που για κάποιο λόγο σου προκαλούν ένα περίεργο συναίσθημα, μία αίσθηση αλλιώτικη, σαν να θέλεις να βουτήξεις στο εσωτερικό της και να μη σου το επιτρέπει.

Μην παρεξηγήσετε όμως τα λόγια μου. Ούτε περίεργη είναι, ούτε ακαταλαβίστικη. Είναι απλά μία πολύ έντονα συναισθηματική ταινία. Η δομή της δεν βασίζεται τόσο στο σενάριο, όσο στην εξέλιξη των ιστοριών των πρωταγωνιστών, τα συναισθήματά τους και την ψυχική τους κατάσταση.

Ο Oliver, είναι ένας νεαρός άντρας, που διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής του. Ο πατέρας του απεβίωσε πρόσφατα, έπειτα από μία σύντομη μάχη με τον καρκίνο, αφού όμως πρώτα εκμυστηρεύτηκε στο γιό του, πως όλα αυτά τα χρόνια έκρυβε την αληθινή ταυτότητά του, αυτή του απόλυτα συνειδητοποιημένου ομοφυλόφιλου.

Το αρχικό σοκ της αποκάλυψης, έρχεται να δώσει τη θέση του στην ψυχική καταρράκωση του ήρωα, αφού όλα όσα γνώριζε για την οικογένειά του γκρεμίζονται, με τον ίδιο να περνάει μία βαθιά και συναισθηματική κρίση ταυτότητας.

Η αλήθεια είναι πως σε οποιονδήποτε να συνέβαινε αυτό, αποβάλλοντας το σοκ για την όποια σεξουαλική ταυτότητα, θα αισθανόταν εγκλωβισμένος σε μία ζωή υποκρισίας και ψεμάτων, αφού οι ζωές των γονιών μας συνδέονται άρρηκτα με τις δικές μας, όσο και αν το αρνούμαστε πεισματικά.

Ο νεαρός Oliver, έχει να αντιμετωπίσει εκτός από τα φαντάσματα του παρελθόντος, και τη δική του προσωπική κρίση, αφού ο θάνατος του πατέρα του προκάλεσε εν γένει μία αναδιάρθρωση του χαρακτήρα  του, των προτεραιοτήτων στη ζωή του, κάνοντάς τον να επαναπροσδιορίσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Κάπου εκεί, όντας χαμένος στις σκέψεις του και στη δουλειά του (είναι γραφίστας σε δισκογραφική εταιρία), θα γνωρίσει ένα αλλιώτικο κορίτσι που θα του αλλάξει τη ζωή, την Anna.

Θα γνωριστούν σε ένα πάρτι χωρίς καν να μιλήσουν, αφού η νεαρή κοπέλα – ηθοποιός στο επάγγελμα – πάσχει από φαρυγγίτιδα, γεγονός που δεν της επιτρέπει να μιλά. Η σχέση θα αναπτυχθεί αργά και σταδιακά, αποδεικνύοντας τα μειονεκτήματα του καθενός, αφού θα περάσει από πολλά στάδια κρίσης.

Και οι δύο ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την κοινή κρίση που στιγματίζει τη σχέση τους, θα προσπαθήσουν να ξεφύγουν ο ένας από τον άλλον, να προλάβουν να φύγουν, μήπως και καταφέρουν να μην πληγωθούν ανεπανόρθωτα.

Όμως ο έρωτας είναι μία δύναμη που δεν την ελέγχει η ανθρώπινη καρδιά και γρήγορα θα αντιληφθούν και οι δύο πως η ζωή δεν έχει κάποιο νόημα χωρίς την αγάπη τους, όσο δύσκολη και γεμάτη με εμπόδια φαίνεται ότι είναι.

Ο Oliver έχει πλέον να αντιμετωπίσει το παρελθόν που τον στοιχειώνει, τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία με την μητέρα του, καθώς ο σαρκαστικός της εαυτός, δεν του επέτρεψε ποτέ να αντιληφθεί τί πραγματικά συνέβαινε.

Έχοντας ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή του, λίγο πριν ο πατέρας του πεθάνει από την αρρώστια, προσπαθεί να καταλάβει πως η ίδια του η οικογένεια ήταν βασισμένη σε ένα ψέμα.

Ζώντας σε άλλη εποχή, λιγότερο ομοφυλοφιλικά συνειδητοποιημένη, ο πατέρας του Oliver, Hal, ήξερε από πάντα πως αυτό που είναι δεν αλλάζει. Δεν είναι αρρώστια, όπως πολλοί του είπαν, δεν είναι «φάση». Είναι ο αληθινός του εαυτός.

Η γυναίκα και μητέρα του Oliver, θεώρησε πως μπορούσε να τον «αλλάξει», πως με τη συντροφιά μιας γυναίκας θα ερχόταν στον «ίσιο» δρόμο. Όμως η σεξουαλική ταυτότητα κάποιου δεν αλλάζει, όσο και αν – ακόμη και σήμερα – σοκάρει ή θεωρείται ταμπού.

Το “Beginners” είναι σίγουρα μία ταινία χαρακτήρων, μία ταινία που βασίζει μεγάλο μέρος της στην διαστρεβλωμένη αφήγηση και τα πολλαπλά φλας μπακ, αυτή που μοιάζει να πήρες δεκάδες κομμάτια και να προσπάθησες να τα ενώσεις για να φτιάξεις μία ιστορία.
Όχι δεν είναι μείον για την ιστορία, είναι το πλεονέκτημά της, αυτό που την καθιστά τόσο συναισθηματική, τόσο αληθινά βγαλμένη από την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.

Γεμάτη συμβολισμούς (βλ. η παρουσία του αξιαγάπητου σκύλου σηματοδοτεί τη μνήμη του πατέρα του) και ερμηνείες για τη ζωή των χαρακτήρων της, η ταινία αυτή προσέφερε άλλη μία εκπληκτική ερμηνεία από τον ηθοποιό Christopher Plummer, για την οποία και κέρδισε το Όσκαρ Β’ Καλύτερου Ηθοποιού το 2012.


Σε μία κοινωνία όπου όλα αλλάζουν, η ταινία αυτή σηματοδοτεί με τον άκρατο συναισθηματισμό της, την αξιοσημείωτη (και τόσο όμορφη) σιωπή της, την μελαγχολική ταυτότητά της και το ιδιαίτερο χιούμορ της, μία ειλικρινή αποτύπωση της ίδιας της ζωής. Είναι συνάμα πικρή και γλυκιά, όμορφη και άσχημη με το γέλιο και το κλάμα της, με την αλήθεια και τα ψέματά της. 



Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Despicable Me (2010)


Σκηνοθεσία: Pierre Coffin, Chris Renaud
Σενάριο: Cinco Paul, Ken Daurio
Παίζουν: Steve Carell, Jason Segel, Russell Brand

Αναμένοντας εναγωνίως το δεύτερο μέρος της επιτυχημένης ταινίας από τα χεράκια της Universal, ξαναείδα το πρώτο μέρος της ιστορίας του Gru και των πολυαγαπημένων κοριτσιών με ιδιαίτερη χαρά, αφού πλέον φιγουράρει στη λίστα με τα αγαπημένα, τόσο για την όμορφη και πρωτότυπη ιστορία της, αλλά κυρίως για το ιδιαίτερο της χιούμορ.

Ο Gru λοιπόν, είναι ένα επαγγελματίας «κακός», μία διάνοια της εγκληματικότητας, που θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να γίνει γνωστός και να λατρευτεί από τον κόσμο. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι, όπου η αυστηρή του μητέρα δεν αποδέχθηκε ποτέ τις επιτυχίες του, καθώς ήταν πάντα ‘λίγος’ στα μάτια της.

Αναθρεμμένος λοιπόν σε ένα όχι και τόσο φιλικό περιβάλλον, ο Gru μεγάλωσε για να γίνει ένας άκαρδος κακός μισάνθρωπος, που το μοναδικό πράγμα που τον ενδιαφέρει, είναι πώς να πραγματοποιήσει το επόμενο σατανικό του σχέδιο.

Έχοντας ήδη καταφέρει να κλέψει κάποια μνημεία ανά τον κόσμο, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το νέο αίμα της εγκληματικότητας, έναν νεαρό με φρέσκιες ιδέες, τον Vector, ο οποίος εκτός από εξυπνάδα (λέμε τώρα) διαθέτει και την τελευταία λέξη της τεχνολογίας σε εγκληματικό εξοπλισμό, βλ. πύραυλοι, σούπερ εξελιγμένο σπίτι, όπλα, υπερλουξ σκάφος και δε συμμαζεύεται.

Παρόλα αυτά ο Gru δε χάνει την αισιοδοξία του. Έχει ήδη στα σκαριά ένα νέο σχέδιο: να κλέψει το φεγγάρι. Το μόνο που του λείπει όμως είναι χρήματα. Και που θα τα βρει; Μα φυσικά θα επισκεφθεί την τράπεζα των «εγκληματιών» (βλ. The Lehman Brothers).

Ο διαβολικός όμως διευθυντής της τράπεζας δεν είναι και τόσο διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Προκειμένου να του δώσει το πολυπόθητο δάνειο, πρέπει να κλέψει ένα λέιζερ για να μπορέσει να συρρικνώσει το φεγγάρι. Μόνο που αυτό το λέιζερ είναι στην ιδιοκτησία του Vector.

Κάπου εκεί η ζωή του Gru θα ταραχθεί από την είσοδο σε αυτή τριών μικρών κοριτσιών. Η Margo, η Agnes και η Edith, τρία ορφανά κορίτσια θα εισβάλλουν στη ζωή του κακού Gru, ο οποίος θα αντιληφθεί πως ο μόνος τρόπος να μπει στο οχυρό του Vector είναι undercover. Και τι καλύτερος αντιπερισπασμός από τρία αθώα ορφανά κοριτσάκια που πουλάνε κουλουράκια;

Ψάχνοντας να βρω τους ακριβείς λόγους που αυτή η ταινία αγαπήθηκε τόσο πολύ, όχι μόνο από τους μικρούς, αλλά και από τους μεγάλους της θεατές, αντιλήφθηκα πως κυρίαρχο ρόλο παίζει ο αυθορμητισμός της. Και τι εννοώ με αυτό;

Το “Despicable Me” είναι μία δημιουργία που ενώ φυσικά έχει δημιουργηθεί με όλες τις προγραμματισμένες προδιαγραφές (σενάριο, χαρακτήρες κλπ.), σου δίνει την εντύπωση πως όλα γίνονται τόσο αυθόρμητα. Τα αστεία, οι αντιδράσεις των χαρακτήρων, οι ατάκες, οι χαρακτήρες, τα αξιολάτρευτα μινιόνς (με τα οποία γελάω τόσο πολύ), όλα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν μοναδική.

Και ναι δεν είναι μονάχα αυτό. Είναι η φρεσκάδα στο όλον της. Ο Gru, ένας κλασσικός αντιήρωας, βρίσκει τη χαμένη του καλοσύνη μέσα από τη συναναστροφή του με την χαμένη του παιδικότητα. Τα κορίτσια, τρία μοναδικά πλάσματα που έμειναν ορφανά, χωρίς κάποιος (έως τώρα) να αναγνωρίσει την αξία τους. Ο κακός, αδαής Vector, ο έξυπνος μα τελείως κουφός βοηθός επιστήμων του Gru, τα ιδιαίτερα δημιουργήματα του τελευταίου, μινιόνς, είναι ένας προς ένας μοναδικοί χαρακτήρες – απόλαυση.

Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες έχουν διάσταση και υπόσταση, έχουν το απαραίτητο βάθος για να δημιουργήσουν το μοναδικό αυτό όλον της ταινίας. Μαζί με τον απερίγραπτο σουρεαλισμό ενός κλασσικού κινούμενου σχεδίου, που όλοι αγαπάμε να βλέπουμε επί της μεγάλης οθόνης, η ουσία και τα μηνύματα της ταινίας περνούν υποσυνείδητα, προκαλώντας αυθεντικά ξεσπάσματα γέλιου και θαυμασμού.

Σεναριακά τα είπαμε, πρωτότυπη και φρέσκια σαν ιδέα. Η εγκληματικότητα από τα μάτια του κακού. Σκηνοθετικά: αυθορμητισμός, αυθεντικότητα και γλυκύτατες υπάρξεις – χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συνίσταται για τον αρσενικό πληθυσμό, πιστέψτε με θα ξετρελαθείτε.

Φυσικά πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο χαρακτήρας Gru, ερμηνευμένος από τον αμερικανό κωμικό Steve Carell με εκείνη την ψεύτικη ξενική προφορά που δημιουργεί μία απόκοσμη (απολαυστική) ατμόσφαιρα στον χαρακτήρα του.

Το “Despicable Meέχει γίνει πλέον κλασσικό, είναι από εκείνα τα κινούμενα σχέδια που δημιουργούν ατάκες, που βλέπονται ξανά και ξανά με εκείνη την αχόρταγη παιδική χαρά, που έχουν την ικανότητα να σε μεταφέρουν σε εκείνον τον άλλον κόσμο, τον φανταστικό και να σε κάνουν να μη θέλεις να φύγεις από αυτόν.

Όσο παιδικό και αν είναι για κάποιους, για κάποιους άλλους έχει βαθύτερο νόημα, όπως όλα τα κινούμενα σχέδια που σέβονται το υπόβαθρό τους. Το μόνο που μένει είναι να επιτρέψεις για λίγο την παιδική σου καρδιά να το αγκαλιάσει. 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

To Rome with Love (2012)


Σκηνοθεσία: Woody Allen
Σενάριο: Woody Allen
Παίζουν: Woody Allen, Penélope Cruz, Jesse Eisenberg, Alison Pill, Roberto Benigni, Alec Baldwin

Η απόδειξη ότι όταν είσαι εθισμένος στις ίδιες σου τις εμμονές, το αποτέλεσμα μόνο καλό δεν είναι.

Το στόρι έχει ως εξής: τέσσερις παράλληλες ιστορίες ανθρώπων από δύο διαφορετικές χώρες (ΗΠΑ, Ιταλία)διηγούνται με τραγελαφικό (;) τρόπο τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, προσπαθώντας να βρουν τους εαυτούς τους και τον έρωτα. Ζευγάρια, οικογένειες, απλοί άνθρωποι που βρέθηκαν στη Ρώμη και άθελά τους παρασύρθηκαν από τη μαγεία της, ό, τι και αν σημαίνει αυτό.

Ο, κατά τα άλλα αγαπημένος, Woody Allen με την τελευταία του ταινία – ή μάλλον κάτι που μοιάζει με ταινία, η καλύτερα κάτι που θέλει να μοιάσει με ταινία – προσπάθησε να μας εισάγει στο ιταλικό ταπεραμέντο με απόλυτη αποτυχία.

Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Προφανώς και ο νευρωτικός αγαπημένος σκηνοθέτης θέλησε να κάνει απλά μία όμορφα κινηματογραφημένη ταινία για τη Ρώμη, αφού φαίνεται πως τώρα στα γεράματα ανακαλύπτει τη γοητεία των ευρωπαϊκών πόλεων. Μόνο που αυτή του η επιθυμία κατέληξε σε ένα νερόβραστο στραπατσαρισμένο σενάριο, που δεν θυμίζει σε τίποτα τον παλιό καλό νεοϋορκέζο εαυτό του.

Από το πρώτο λεπτό προβολής, απορείς ποιοι είναι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες, από πού προέρχονται, που πάνε, ποιος είναι ο σκοπός τους. Όλες οι παράλληλες ιστορίες ξεκινούν χωρίς να επεξηγείται τίποτε και με κανέναν τρόπο κατά τη διάρκεια του φιλμ.

Ένα ψόφιο σενάριο σε συνδυασμό με χαρακτήρες άδειους, κενούς και απόλυτα copy paste από άλλες ταινίες του. Θα λέγαμε ότι η ταινία είναι ένα συνονθύλευμα αμερικανικής πολυλογίας και ιταλικής καρικατούρας.

Κύριος εμπνευστής αυτού του στυλ, ο Benigni (απολαυστικός όπως πάντα), του οποίου η ιστορία προσπαθεί άχαρα να καταδείξει τη μανία της ιταλικής κοινωνίας με τα τηλεοπτικά ριάλιτι, κάτι που ο Mattero Garrone αποτυπώνει θαυμάσια στη νέα του ταινία “Reality” (δείτε κριτική εδώ).

Σκηνοθετικά δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Αν εξαιρέσεις τα όμορφα ζεστά πλάνα της αιώνιας πόλης, που περισσότερο μοιάζουν με διαφημιστική καμπάνια, οι καταστάσεις στις οποίες εισέρχονται οι πρωταγωνιστές είναι περισσότερο σουρεαλιστικές και αδιάφορες, παρά μέρος μιας κωμωδίας που αξίζει την προσοχή σου.

Ναι υπάρχει το στοιχείο του νευρωτικού μέσου αμερικανού, ναι κάνει μία νύξη για τον ίδιο του τον εαυτό και την απόσυρσή του από τα κινηματογραφικά δρώμενα – μέσα από την αντιδιαστολή του χαρακτήρα που υποδύεται. Αυτό όμως δε σώζει σε καμία περίπτωση την ανυπαρξία ουσίας στην ταινία.

Και εκεί που περιμένεις να γελάσεις έστω και λίγο με τα κρύα αστεία και τις τραγελαφικές καταστάσεις, η αλήθεια είναι ότι δε θα δεις κάτι περισσότερο από άνοστα αστεία, ναι αυτά που είδες ήδη από το τρέιλερ.

Στην όλη ασυναρτησία να προστεθεί και ο φανταστικός χαρακτήρας του Alec Baldwin, κατάλοιπο της προηγούμενης ταινίας “Midnight in Paris” (διαβάστε κριτική εδώ). Ακόμη απορώ που κολλάει.

Άχαρη, αδιάφορη και κυρίως απογοητευτική, η τελευταία ταινία του Woody Allen αποδεικνύει πως ο δημιουργός καλύτερα θα ήταν να επέστρεφε στη Νέα Υόρκη. Φαίνεται πως μονάχα αυτή η πόλη του προσφέρει την καλύτερη έμπνευση.