Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Anna Karenina (2012)


Σκηνοθεσία: Joe Wright
Σενάριο: Tom Stoppard, Leo Tolstoy (novel)
Παίζουν:  Matthew Macfadyen, Aaron Taylor-Johnson, Keira Knightley, Jude Law, Kelly Macdonald, Domhnall Gleeson, Alicia Vikander
Παραγωγή: Αγγλία
Διάρκεια: 129’

Η αφορμή αυτής της κριτικής ήταν η πρόσφατη παρακολούθηση από την αφεντιά μου, μία εκ των κλασσικότερων ταινιών του παλιού Χόλυγουντ, την Anna Karenina με πρωταγωνίστρια την αείμνηστη θεότητα, ονόματι Greta Garbo. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ μου δεν στρώθηκα να διαβάσω το βιβλίο του Τολστόι (ήταν και μεγάλο από όσο θυμάμαι), είχα όμως επίγνωση της ιστορίας της τραγικής αυτής μορφής της παγκόσμιας κλασσικής λογοτεχνίας.

Θα την πω την αμαρτία μου, η ταινία εκείνη η παλιά, με εξαίρεση την παρουσία της Garbo να κάνει τη διαφορά, μου πέρασε κάπως άχαρα στο μυαλό. Ήταν λειψή, κενή, πολύ ρομαντική, χωρίς εκείνη την τραγικότητα που αποζητούσε εξαρχής η καρδιά. Σαν η ιστορία να ειπώθηκε και να μην γράφτηκε πουθενά, να μην κατάφερε να εντυπωθεί σε κανενός την ψυχή.

Όπως μου είπε πρόσφατα ένας φίλος: «κάθε έργο στην εποχή του είναι αυτό που είναι και μετά γίνεται κάτι άλλο» και με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη. Την εποχή που έγινε η ταινία αυτή, η βιομηχανία του κινηματογράφου πρέσβευε άλλα πράγματα από ότι η σημερινή, υπήρχαν άλλες κοινωνικές καταβολές, άλλες ηθικές και πάει λέγοντας.

Την προηγούμενη εβδομάδα παρακολούθησα την πιο πρόσφατη εκδοχή του φημισμένου αυτού βιβλίου, με πρωταγωνιστές τους Aaron Taylor-Johnson (πόσο εκνευριστικά όμορφος αυτό το “Nowhere Boy” πια), Keira Knightley και Jude Law. Ήμουν αρκετά διστακτική από την αρχή, αποζητούσα όμως κάτι παραπάνω από αυτήν την ιστορία στο σινεμά. Και νομίζω το βρήκα.

Το 1874, στην αυτοκρατορική Ρωσία, η αριστοκρατική Anna Karenina, παντρεμένη με τον Alexei Karenin και μητέρα ενός αγοριού, ταξιδεύει από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα για να σώσει το γάμο του αδελφού της, του πρίγκιπα Oblonsky, ο οποίος ήταν γνωστός για τις εξωσυζυγικές του σχέσεις και ιδίως αυτή με την γκουβερνάντα του.

Η Anna θα συναντήσει τον αξιωματικό ιππικού, Count Vronsky στο σταθμό του τρένου, όπου με μία μονάχα ματιά θα αντιληφθούν και οι δύο την απροσδιόριστη έλξη μεταξύ τους. Σύντομα μαθαίνει ότι ο Vronsky είναι προγραμματισμένος να παντρευτεί την Kitty, μικρότερη αδελφή της κουνιάδας της, Dolly.

Η Anna, γνωστή για την διπλωματία της, επιλύει με συνοπτικές διαδικασίες, την υπόθεση απιστίας του αδελφού της, με την Kitty να επιμένει να παρευρεθεί στο γκαλά, ειδικά αφιερωμένο για την ίδια και τον επικείμενο γάμο της. Ωστόσο, η Anna Karenina και ο Vronsky δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν ο ένας τον άλλο, και θα χορέψουν παθιασμένα στο γκαλά, προκαλώντας την προσοχή της συντηρητικής τότε κοινωνίας. Σύντομα αυτή η έλξη θα εξελιχθεί σε μια παθιασμένη ερωτική σχέση που θα οδηγήσει την Anna Karenina να συναντήσει το τραγικό της πεπρωμένο.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ταινίας αυτής, που επιβάλλεται να σημειωθεί εξαρχής, είναι η χρήση των θεατρικών σκηνικών, και συγκεκριμένα μίας θεατρικής αίθουσας, η οποία χρησιμοποιείται ως κύριος τομέας δράσης και μετάβασης για τις περισσότερες σκηνές.

Ναι ξέρω ακούγεται περίεργο, όμως στην πράξη, αυτή η μετάβαση από σκηνή σε σκηνή με τη βοήθεια ενός θεάτρου, αποσκοπεί κατά κάποιον τρόπο στην περαιτέρω δραματοποίηση των γεγονότων (θέατρο = χώρος εξέλιξης μίας τραγωδίας, ενός δράματος), κάνει τη δράση πιο οικεία, πιο ρεαλιστική.

Το βιβλίο θεωρείται το αποκορύφωμα της ρεαλιστικής και μοντέρνας γραφής στη λογοτεχνία, έγινε ευρέως γνωστό και μεταφέρθηκε ουκ ολίγες φορές στη μεγάλη οθόνη. Κατάφερε να θέσει πολλά ζητήματα επί τάπητος και να θίξει την υποκρισία, τον έρωτα, το πάθος, τη ζήλεια, την κοινωνική συμπεριφορά, την πίστη και την απιστία, καθώς και τη θέση της γυναίκας στην τότε εποχή.

Στην πρόσφατη μεταφορά του σκηνοθέτη Joe Wright (Pride & Prejudice 2005, Atonement, 2007 και Hanna, 2011) τα περισσότερα από αυτά τα ζητήματα θίγονται πετυχημένα, με κυρίαρχα φυσικά, το τραγικό πάθος και το κόστος των προσωπικών επιλογών της Anna Karenina.

Η ίδια είναι μία κομψή και ευγενική γυναικεία μορφή. Πιστή στον άντρα και τις αξίες της τότε ρωσικής κοινωνίας, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή και θεωρούνταν όμορφη και εκλεκτή παρουσία. Αγαπούσε πάρα πολύ το γιο της, βάζοντας για πολλά χρόνια τα δικά της ‘θέλω’ στην άκρη. Η συνάντησή της με τον νεαρό Vronsky, θα αναστατώσει την ίδια και τα πιστεύω της, κάνοντάς την έρμαιο ενός τραγικού πάθους.

Η ουσία της προσωπικότητας της Anna Karenina, έγκειται στο γεγονός πως υποστήριξε τις προσωπικές της επιλογές μέχρι τέλους και αποδέχθηκε το βάρος αυτών και το αντίκτυπό τους. Για μία στιγμή αψήφησε την δική της ‘ηρεμία’, θυσίασε την οικογένεια και την γαλήνη της, για να ζήσει έστω λίγες στιγμές αληθινής ευτυχίας, κάτι που όμως η ίδια της η ανασφάλεια και το τέρας της ζήλειας, της τα πήραν τόσο απότομα όσο της τα έδωσαν.

Τολμηρή με τον αέρα μιας αληθινής γυναικείας προσωπικότητας (όπως ερμηνεύεται σήμερα), η τραγική ιστορία της Anna Karenina που αθέτησε το γάμο της, ‘πρόσβαλε’ την τότε συντηρητική κοινωνία και ακολούθησε την καρδιά της, αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο φιλμ του Joe Wright, του οποίου η σκηνοθεσία επέτρεψε στους ίδιους τους χαρακτήρες να πουν την ιστορία τους από την δική τους πλευρά, κάτι που και ο ίδιος ο Τολστόι πραγματεύεται στο βιβλίο του.

Όπως η ιστορία του αθεράπευτα ρομαντικού Levin (ο οποίος θεωρείται από πολλούς αναλυτές μία αυτοβιογραφική φιγούρα του Τολστόι), του οποίου η δύναμη της αγάπης και η αυτοθυσία του, οι σκέψεις του περί αισθημάτων και ζωής, τον καθιστούν μία από τις κυρίαρχες προσωπικότητες της ταινίας (παρεμπιπτόντως, στις παλαιότερες κινηματογραφικές εκδόσεις, ο χαρακτήρας εξαφανίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά).

Ο σκηνοθέτης κατάφερε εδώ να τολμήσει και να πάει ένα βήμα παραπέρα την ιστορία της Anna, να τη μεταφέρει με ένα μεταμοντέρνο τρόπο στη μεγάλη οθόνη, κάτι που οι παλαιότερες μεταφορές όχι απλά δεν έκαναν, αλλά προτίμησαν την πιο ‘εύκολη’ και ρομαντική εκδοχή της.


Η Anna Karenina είναι όμως περίπλοκη, παθιασμένη και θαρραλέα γυναίκα που έζησε σε μία αυστηρή κοινωνία που διψούσε για κουτσομπολιό και κριτική, μία κοινωνία που ήταν έτοιμη να καταβροχθίσει όποιον τολμούσε να την αμφισβητήσει κατάματα, κάτι που η Anna, είχε το θάρρος να το κάνει. Και ας το πλήρωσε με τη ζωή της, έζησε όμως με πάθος και αλήθεια. Και αυτό είναι από μόνο του ηρωικό

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Beginners (2010)

Σκηνοθεσία: Mike Mills
Σενάριο: Mike Mills
Παίζουν: Ewan McGregor, Christopher Plummer, Mélanie Laurent
Παραγωγή: ΗΠΑ
Διάρκεια:105΄

Το Beginners είναι από εκείνες τις ταινίες που για κάποιο λόγο σου προκαλούν ένα περίεργο συναίσθημα, μία αίσθηση αλλιώτικη, σαν να θέλεις να βουτήξεις στο εσωτερικό της και να μη σου το επιτρέπει.

Μην παρεξηγήσετε όμως τα λόγια μου. Ούτε περίεργη είναι, ούτε ακαταλαβίστικη. Είναι απλά μία πολύ έντονα συναισθηματική ταινία. Η δομή της δεν βασίζεται τόσο στο σενάριο, όσο στην εξέλιξη των ιστοριών των πρωταγωνιστών, τα συναισθήματά τους και την ψυχική τους κατάσταση.

Ο Oliver, είναι ένας νεαρός άντρας, που διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής του. Ο πατέρας του απεβίωσε πρόσφατα, έπειτα από μία σύντομη μάχη με τον καρκίνο, αφού όμως πρώτα εκμυστηρεύτηκε στο γιό του, πως όλα αυτά τα χρόνια έκρυβε την αληθινή ταυτότητά του, αυτή του απόλυτα συνειδητοποιημένου ομοφυλόφιλου.

Το αρχικό σοκ της αποκάλυψης, έρχεται να δώσει τη θέση του στην ψυχική καταρράκωση του ήρωα, αφού όλα όσα γνώριζε για την οικογένειά του γκρεμίζονται, με τον ίδιο να περνάει μία βαθιά και συναισθηματική κρίση ταυτότητας.

Η αλήθεια είναι πως σε οποιονδήποτε να συνέβαινε αυτό, αποβάλλοντας το σοκ για την όποια σεξουαλική ταυτότητα, θα αισθανόταν εγκλωβισμένος σε μία ζωή υποκρισίας και ψεμάτων, αφού οι ζωές των γονιών μας συνδέονται άρρηκτα με τις δικές μας, όσο και αν το αρνούμαστε πεισματικά.

Ο νεαρός Oliver, έχει να αντιμετωπίσει εκτός από τα φαντάσματα του παρελθόντος, και τη δική του προσωπική κρίση, αφού ο θάνατος του πατέρα του προκάλεσε εν γένει μία αναδιάρθρωση του χαρακτήρα  του, των προτεραιοτήτων στη ζωή του, κάνοντάς τον να επαναπροσδιορίσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Κάπου εκεί, όντας χαμένος στις σκέψεις του και στη δουλειά του (είναι γραφίστας σε δισκογραφική εταιρία), θα γνωρίσει ένα αλλιώτικο κορίτσι που θα του αλλάξει τη ζωή, την Anna.

Θα γνωριστούν σε ένα πάρτι χωρίς καν να μιλήσουν, αφού η νεαρή κοπέλα – ηθοποιός στο επάγγελμα – πάσχει από φαρυγγίτιδα, γεγονός που δεν της επιτρέπει να μιλά. Η σχέση θα αναπτυχθεί αργά και σταδιακά, αποδεικνύοντας τα μειονεκτήματα του καθενός, αφού θα περάσει από πολλά στάδια κρίσης.

Και οι δύο ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την κοινή κρίση που στιγματίζει τη σχέση τους, θα προσπαθήσουν να ξεφύγουν ο ένας από τον άλλον, να προλάβουν να φύγουν, μήπως και καταφέρουν να μην πληγωθούν ανεπανόρθωτα.

Όμως ο έρωτας είναι μία δύναμη που δεν την ελέγχει η ανθρώπινη καρδιά και γρήγορα θα αντιληφθούν και οι δύο πως η ζωή δεν έχει κάποιο νόημα χωρίς την αγάπη τους, όσο δύσκολη και γεμάτη με εμπόδια φαίνεται ότι είναι.

Ο Oliver έχει πλέον να αντιμετωπίσει το παρελθόν που τον στοιχειώνει, τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία με την μητέρα του, καθώς ο σαρκαστικός της εαυτός, δεν του επέτρεψε ποτέ να αντιληφθεί τί πραγματικά συνέβαινε.

Έχοντας ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή του, λίγο πριν ο πατέρας του πεθάνει από την αρρώστια, προσπαθεί να καταλάβει πως η ίδια του η οικογένεια ήταν βασισμένη σε ένα ψέμα.

Ζώντας σε άλλη εποχή, λιγότερο ομοφυλοφιλικά συνειδητοποιημένη, ο πατέρας του Oliver, Hal, ήξερε από πάντα πως αυτό που είναι δεν αλλάζει. Δεν είναι αρρώστια, όπως πολλοί του είπαν, δεν είναι «φάση». Είναι ο αληθινός του εαυτός.

Η γυναίκα και μητέρα του Oliver, θεώρησε πως μπορούσε να τον «αλλάξει», πως με τη συντροφιά μιας γυναίκας θα ερχόταν στον «ίσιο» δρόμο. Όμως η σεξουαλική ταυτότητα κάποιου δεν αλλάζει, όσο και αν – ακόμη και σήμερα – σοκάρει ή θεωρείται ταμπού.

Το “Beginners” είναι σίγουρα μία ταινία χαρακτήρων, μία ταινία που βασίζει μεγάλο μέρος της στην διαστρεβλωμένη αφήγηση και τα πολλαπλά φλας μπακ, αυτή που μοιάζει να πήρες δεκάδες κομμάτια και να προσπάθησες να τα ενώσεις για να φτιάξεις μία ιστορία.
Όχι δεν είναι μείον για την ιστορία, είναι το πλεονέκτημά της, αυτό που την καθιστά τόσο συναισθηματική, τόσο αληθινά βγαλμένη από την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.

Γεμάτη συμβολισμούς (βλ. η παρουσία του αξιαγάπητου σκύλου σηματοδοτεί τη μνήμη του πατέρα του) και ερμηνείες για τη ζωή των χαρακτήρων της, η ταινία αυτή προσέφερε άλλη μία εκπληκτική ερμηνεία από τον ηθοποιό Christopher Plummer, για την οποία και κέρδισε το Όσκαρ Β’ Καλύτερου Ηθοποιού το 2012.


Σε μία κοινωνία όπου όλα αλλάζουν, η ταινία αυτή σηματοδοτεί με τον άκρατο συναισθηματισμό της, την αξιοσημείωτη (και τόσο όμορφη) σιωπή της, την μελαγχολική ταυτότητά της και το ιδιαίτερο χιούμορ της, μία ειλικρινή αποτύπωση της ίδιας της ζωής. Είναι συνάμα πικρή και γλυκιά, όμορφη και άσχημη με το γέλιο και το κλάμα της, με την αλήθεια και τα ψέματά της. 



Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Despicable Me (2010)


Σκηνοθεσία: Pierre Coffin, Chris Renaud
Σενάριο: Cinco Paul, Ken Daurio
Παίζουν: Steve Carell, Jason Segel, Russell Brand

Αναμένοντας εναγωνίως το δεύτερο μέρος της επιτυχημένης ταινίας από τα χεράκια της Universal, ξαναείδα το πρώτο μέρος της ιστορίας του Gru και των πολυαγαπημένων κοριτσιών με ιδιαίτερη χαρά, αφού πλέον φιγουράρει στη λίστα με τα αγαπημένα, τόσο για την όμορφη και πρωτότυπη ιστορία της, αλλά κυρίως για το ιδιαίτερο της χιούμορ.

Ο Gru λοιπόν, είναι ένα επαγγελματίας «κακός», μία διάνοια της εγκληματικότητας, που θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να γίνει γνωστός και να λατρευτεί από τον κόσμο. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι, όπου η αυστηρή του μητέρα δεν αποδέχθηκε ποτέ τις επιτυχίες του, καθώς ήταν πάντα ‘λίγος’ στα μάτια της.

Αναθρεμμένος λοιπόν σε ένα όχι και τόσο φιλικό περιβάλλον, ο Gru μεγάλωσε για να γίνει ένας άκαρδος κακός μισάνθρωπος, που το μοναδικό πράγμα που τον ενδιαφέρει, είναι πώς να πραγματοποιήσει το επόμενο σατανικό του σχέδιο.

Έχοντας ήδη καταφέρει να κλέψει κάποια μνημεία ανά τον κόσμο, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το νέο αίμα της εγκληματικότητας, έναν νεαρό με φρέσκιες ιδέες, τον Vector, ο οποίος εκτός από εξυπνάδα (λέμε τώρα) διαθέτει και την τελευταία λέξη της τεχνολογίας σε εγκληματικό εξοπλισμό, βλ. πύραυλοι, σούπερ εξελιγμένο σπίτι, όπλα, υπερλουξ σκάφος και δε συμμαζεύεται.

Παρόλα αυτά ο Gru δε χάνει την αισιοδοξία του. Έχει ήδη στα σκαριά ένα νέο σχέδιο: να κλέψει το φεγγάρι. Το μόνο που του λείπει όμως είναι χρήματα. Και που θα τα βρει; Μα φυσικά θα επισκεφθεί την τράπεζα των «εγκληματιών» (βλ. The Lehman Brothers).

Ο διαβολικός όμως διευθυντής της τράπεζας δεν είναι και τόσο διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Προκειμένου να του δώσει το πολυπόθητο δάνειο, πρέπει να κλέψει ένα λέιζερ για να μπορέσει να συρρικνώσει το φεγγάρι. Μόνο που αυτό το λέιζερ είναι στην ιδιοκτησία του Vector.

Κάπου εκεί η ζωή του Gru θα ταραχθεί από την είσοδο σε αυτή τριών μικρών κοριτσιών. Η Margo, η Agnes και η Edith, τρία ορφανά κορίτσια θα εισβάλλουν στη ζωή του κακού Gru, ο οποίος θα αντιληφθεί πως ο μόνος τρόπος να μπει στο οχυρό του Vector είναι undercover. Και τι καλύτερος αντιπερισπασμός από τρία αθώα ορφανά κοριτσάκια που πουλάνε κουλουράκια;

Ψάχνοντας να βρω τους ακριβείς λόγους που αυτή η ταινία αγαπήθηκε τόσο πολύ, όχι μόνο από τους μικρούς, αλλά και από τους μεγάλους της θεατές, αντιλήφθηκα πως κυρίαρχο ρόλο παίζει ο αυθορμητισμός της. Και τι εννοώ με αυτό;

Το “Despicable Me” είναι μία δημιουργία που ενώ φυσικά έχει δημιουργηθεί με όλες τις προγραμματισμένες προδιαγραφές (σενάριο, χαρακτήρες κλπ.), σου δίνει την εντύπωση πως όλα γίνονται τόσο αυθόρμητα. Τα αστεία, οι αντιδράσεις των χαρακτήρων, οι ατάκες, οι χαρακτήρες, τα αξιολάτρευτα μινιόνς (με τα οποία γελάω τόσο πολύ), όλα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν μοναδική.

Και ναι δεν είναι μονάχα αυτό. Είναι η φρεσκάδα στο όλον της. Ο Gru, ένας κλασσικός αντιήρωας, βρίσκει τη χαμένη του καλοσύνη μέσα από τη συναναστροφή του με την χαμένη του παιδικότητα. Τα κορίτσια, τρία μοναδικά πλάσματα που έμειναν ορφανά, χωρίς κάποιος (έως τώρα) να αναγνωρίσει την αξία τους. Ο κακός, αδαής Vector, ο έξυπνος μα τελείως κουφός βοηθός επιστήμων του Gru, τα ιδιαίτερα δημιουργήματα του τελευταίου, μινιόνς, είναι ένας προς ένας μοναδικοί χαρακτήρες – απόλαυση.

Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες έχουν διάσταση και υπόσταση, έχουν το απαραίτητο βάθος για να δημιουργήσουν το μοναδικό αυτό όλον της ταινίας. Μαζί με τον απερίγραπτο σουρεαλισμό ενός κλασσικού κινούμενου σχεδίου, που όλοι αγαπάμε να βλέπουμε επί της μεγάλης οθόνης, η ουσία και τα μηνύματα της ταινίας περνούν υποσυνείδητα, προκαλώντας αυθεντικά ξεσπάσματα γέλιου και θαυμασμού.

Σεναριακά τα είπαμε, πρωτότυπη και φρέσκια σαν ιδέα. Η εγκληματικότητα από τα μάτια του κακού. Σκηνοθετικά: αυθορμητισμός, αυθεντικότητα και γλυκύτατες υπάρξεις – χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συνίσταται για τον αρσενικό πληθυσμό, πιστέψτε με θα ξετρελαθείτε.

Φυσικά πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο χαρακτήρας Gru, ερμηνευμένος από τον αμερικανό κωμικό Steve Carell με εκείνη την ψεύτικη ξενική προφορά που δημιουργεί μία απόκοσμη (απολαυστική) ατμόσφαιρα στον χαρακτήρα του.

Το “Despicable Meέχει γίνει πλέον κλασσικό, είναι από εκείνα τα κινούμενα σχέδια που δημιουργούν ατάκες, που βλέπονται ξανά και ξανά με εκείνη την αχόρταγη παιδική χαρά, που έχουν την ικανότητα να σε μεταφέρουν σε εκείνον τον άλλον κόσμο, τον φανταστικό και να σε κάνουν να μη θέλεις να φύγεις από αυτόν.

Όσο παιδικό και αν είναι για κάποιους, για κάποιους άλλους έχει βαθύτερο νόημα, όπως όλα τα κινούμενα σχέδια που σέβονται το υπόβαθρό τους. Το μόνο που μένει είναι να επιτρέψεις για λίγο την παιδική σου καρδιά να το αγκαλιάσει. 

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

The Manchurian Candidate (1962)


Σκηνοθεσία: John Frankenheimer
Σενάριο: Richard Condon, George Axelrod,
Παίζουν: Frank Sinatra, Laurence Harvey, Janet Leigh, Angela Lansbury

Βρισκόμαστε μετά τον πόλεμο της Κορέας στην Αμερική. Η επίλεκτη ομάδα του λοχία Raymond Shaw, βρίσκεται πίσω στην πατρίδα. Ο στρατιώτης Ben Marco ήταν μέλος της ομάδας αυτής. Η επιστροφή δε φαίνεται να είναι και πολύ ομαλή για τον ίδιο, αφού οι εφιάλτες που βλέπει καθημερινά τον έχουν κλονίσει. Κάθε βράδυ βλέπει τον λοχία Raymond Shaw να σκοτώνει δύο μέλη της ομάδας σε ένα περίεργο χώρο με θεατές.

Τρομαγμένος και φανερά επηρεασμένος από τους εφιάλτες επισκέπτεται το λοχία για να του εκφράσει την ανησυχία του. Εκεί θα αντιληφθεί πως κάτι έγινε στη μάχη, κάτι που άλλαξε ολοκληρωτικά την επίλεκτη ομάδα και κυρίως τον ίδιο τον Raymond.

Μία κλασσική ταινία για την Αμερική της δεκαετίας του 50 και τον Μακαρθισμό, αποτελεί ωδή για την πλύση εγκεφάλου της κοινής γνώμης και του μέσου Αμερικανού που γινόταν μέσω της εκτεταμένης χρήσης της προπαγάνδας και του εκφοβισμού.

Εδώ ερμηνεύεται μέσα από τη χειραγώγηση που υπέστη ο Raymond, όχι μόνο από την ομάδα που τον υπνώτισε και τον δίδαξε, αλλά κυρίως από την ίδια του τη μητέρα.

Η Eleanor Shaw Iselin είναι το είδος της μητέρας – τέρας. Έχοντας αναθρέψει το γιο της με βάση τις δικές της προδιαγραφές, τον έχει αφήσει στο έλεος των ‘απαγωγέων’, που με δική της προτροπή τον μετέτρεψαν σε έναν αδίστακτο δολοφόνο. Χωρίς η ίδια να ξέρει πως θα επέλεγαν το γιό της – όπως θα εκμυστηρευτεί στον ίδιο αργότερα – δε σταματά λεπτό την αντικομουνιστική της καμπάνια, αποδεικνύοντας πως νοιάζεται μονάχα για την εξουσία.

Ο Raymond τη μισεί, όπως και τον σύζυγο της, τον συντηρητικό γερουσιαστή John Iselin. Ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται πως το μυαλό του είναι κλειδωμένο μέσα σε μία κυκλική δολοφονική διαδικασία. Οι εντολές που έχει μάθει να ακολουθεί δεν γίνονται αντιληπτές από το συνειδητό του, με αποτέλεσμα να μην νιώθει καμία τύψη για τα εγκλήματα που διαπράττει.

Μέσα από την ιδιοφυή αποτύπωση της κατάστασης του εγκεφάλου του Raymond, καθώς και της σταδιακής αποσύνθεσής του, παρακολουθούμε μία αριστουργηματική ταινία που κατάφερε και μίλησε ανοιχτά για όσα εγκλήματα διαπράττονταν από χειραγωγημένα και μη μυαλά την εποχή εκείνη.

Σκληρή και ωμή, η ταινία αποτυπώνει με ιατρική ακρίβεια όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τη διψασμένη για εξουσία μητέρα, το άρρωστο μυαλό του Raymond και τη αγνότητα των κινήτρων του Ben, ο οποίος θα ανακαλύψει βήμα προς βήμα το λόγο της μυστηριώδης συμπεριφοράς του Raymond και θα αποφασίσει να τον σώσει.

Η κάμερα είναι παντογνώστης και δεινός αφηγητής. Εξιστορεί έξυπνα και μεθοδικά την υστερία που επικρατούσε με τους κομμουνιστές, τις εγκληματικές πράξεις που διέπραττε κάθε σεβαστό μέλος του Κογκρέσου, καθώς και την προπαγανδιστική τακτική όλων των μέσων ενημέρωσης.

Το κλίμα αυτής της εποχής είναι διάχυτο σε κάθε ίντσα της ταινίας, ουρλιάζοντας την υποκριτική συμπεριφορά των συντηρητικών πολιτικών και πολιτών. Κάτι που στην περίεργη επαναδημιουργία της ταινία το 2004 από τον Jonathan Demme με τους  Denzel Washington και Liev Schreiber, είναι απόν.

Οι ερμηνείες τώρα στην ταινία του 1962 είναι άλλο κεφάλαιο. Η εμβληματική μορφή της Angela Lansbury σε μία ερμηνεία που έχει μείνει στο πάνθεον της υποκριτικής παγκοσμίως (το 5λεπτο υστερικό λογύδριο της), μαζί με την ελκυστική προσωπικότητα της Janet Leigh και τον σκοτεινό – μα συνάμα λυπηρό – χαρακτήρα του Laurence Harvey, συνθέτουν μία ομάδα επίλεκτων ταλαντούχων ηθοποιών.

Για να μην αναφέρω την ερμηνεία έκπληξη – για μένα τουλάχιστον – του Φράνκι, ο οποίος μέσα από την ερμηνεία του ως Ben Marco αποδεικνύει το πολυτάλαντο ταπεραμέντο του.  Σε παράλληλη πορεία με τη μουσική του καριέρα, η ‘Φωνή’, όπως πολλοί τον χαρακτηρίζουν, Frank Sinatra, κατάφερε να εδραιωθεί και κινηματογραφικά.

Το ‘The Manchurian Candidate’ είναι ένα αριστουργηματικό πολιτικοκοινωνικό θρίλερ που μιλά ανοιχτά για όλα εκείνα τα στοιχεία της πουριτανής Αμερικανικής κοινωνίας που εν έτη 2013 είναι πιο εμφανή από ποτέ άλλοτε, όσο και αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο. 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

To Rome with Love (2012)


Σκηνοθεσία: Woody Allen
Σενάριο: Woody Allen
Παίζουν: Woody Allen, Penélope Cruz, Jesse Eisenberg, Alison Pill, Roberto Benigni, Alec Baldwin

Η απόδειξη ότι όταν είσαι εθισμένος στις ίδιες σου τις εμμονές, το αποτέλεσμα μόνο καλό δεν είναι.

Το στόρι έχει ως εξής: τέσσερις παράλληλες ιστορίες ανθρώπων από δύο διαφορετικές χώρες (ΗΠΑ, Ιταλία)διηγούνται με τραγελαφικό (;) τρόπο τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, προσπαθώντας να βρουν τους εαυτούς τους και τον έρωτα. Ζευγάρια, οικογένειες, απλοί άνθρωποι που βρέθηκαν στη Ρώμη και άθελά τους παρασύρθηκαν από τη μαγεία της, ό, τι και αν σημαίνει αυτό.

Ο, κατά τα άλλα αγαπημένος, Woody Allen με την τελευταία του ταινία – ή μάλλον κάτι που μοιάζει με ταινία, η καλύτερα κάτι που θέλει να μοιάσει με ταινία – προσπάθησε να μας εισάγει στο ιταλικό ταπεραμέντο με απόλυτη αποτυχία.

Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Προφανώς και ο νευρωτικός αγαπημένος σκηνοθέτης θέλησε να κάνει απλά μία όμορφα κινηματογραφημένη ταινία για τη Ρώμη, αφού φαίνεται πως τώρα στα γεράματα ανακαλύπτει τη γοητεία των ευρωπαϊκών πόλεων. Μόνο που αυτή του η επιθυμία κατέληξε σε ένα νερόβραστο στραπατσαρισμένο σενάριο, που δεν θυμίζει σε τίποτα τον παλιό καλό νεοϋορκέζο εαυτό του.

Από το πρώτο λεπτό προβολής, απορείς ποιοι είναι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες, από πού προέρχονται, που πάνε, ποιος είναι ο σκοπός τους. Όλες οι παράλληλες ιστορίες ξεκινούν χωρίς να επεξηγείται τίποτε και με κανέναν τρόπο κατά τη διάρκεια του φιλμ.

Ένα ψόφιο σενάριο σε συνδυασμό με χαρακτήρες άδειους, κενούς και απόλυτα copy paste από άλλες ταινίες του. Θα λέγαμε ότι η ταινία είναι ένα συνονθύλευμα αμερικανικής πολυλογίας και ιταλικής καρικατούρας.

Κύριος εμπνευστής αυτού του στυλ, ο Benigni (απολαυστικός όπως πάντα), του οποίου η ιστορία προσπαθεί άχαρα να καταδείξει τη μανία της ιταλικής κοινωνίας με τα τηλεοπτικά ριάλιτι, κάτι που ο Mattero Garrone αποτυπώνει θαυμάσια στη νέα του ταινία “Reality” (δείτε κριτική εδώ).

Σκηνοθετικά δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Αν εξαιρέσεις τα όμορφα ζεστά πλάνα της αιώνιας πόλης, που περισσότερο μοιάζουν με διαφημιστική καμπάνια, οι καταστάσεις στις οποίες εισέρχονται οι πρωταγωνιστές είναι περισσότερο σουρεαλιστικές και αδιάφορες, παρά μέρος μιας κωμωδίας που αξίζει την προσοχή σου.

Ναι υπάρχει το στοιχείο του νευρωτικού μέσου αμερικανού, ναι κάνει μία νύξη για τον ίδιο του τον εαυτό και την απόσυρσή του από τα κινηματογραφικά δρώμενα – μέσα από την αντιδιαστολή του χαρακτήρα που υποδύεται. Αυτό όμως δε σώζει σε καμία περίπτωση την ανυπαρξία ουσίας στην ταινία.

Και εκεί που περιμένεις να γελάσεις έστω και λίγο με τα κρύα αστεία και τις τραγελαφικές καταστάσεις, η αλήθεια είναι ότι δε θα δεις κάτι περισσότερο από άνοστα αστεία, ναι αυτά που είδες ήδη από το τρέιλερ.

Στην όλη ασυναρτησία να προστεθεί και ο φανταστικός χαρακτήρας του Alec Baldwin, κατάλοιπο της προηγούμενης ταινίας “Midnight in Paris” (διαβάστε κριτική εδώ). Ακόμη απορώ που κολλάει.

Άχαρη, αδιάφορη και κυρίως απογοητευτική, η τελευταία ταινία του Woody Allen αποδεικνύει πως ο δημιουργός καλύτερα θα ήταν να επέστρεφε στη Νέα Υόρκη. Φαίνεται πως μονάχα αυτή η πόλη του προσφέρει την καλύτερη έμπνευση. 

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Ένας χωρισμός (Jodaeiye Nader az Simin) 2011


Σκηνοθεσία: Asghar Farhadi
Σενάριο: Asghar Farhadi
Παίζουν: Peyman Maadi, Leila Hatami, Sareh Bayat, Shahab Hosseini

Η Simin και ο Naader μένουν στην Τεχεράνη μαζί με την 11χρονη κόρη τους και τον πάσχοντα από Alzheimer πατέρα του Naader. Ύστερα από 14 χρόνια γάμου οδηγούνται στο χωρισμό. Ο λόγος, η επιθυμία της Simin να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον στη μικρή τους πανέξυπνη κόρη, Termeh

Ο σύζυγός της αρνείται πεισματικά, αφού είναι υποχρεωμένος να παραμείνει στην Τεχεράνη στο πλευρό του πατέρα του. Το διαζύγιο και η φυγή της Simin από το σπίτι θα οδηγήσουν σε απρόσμενες καταστάσεις, όταν ο Naader αναγκαστεί να προσλάβει μία φτωχή γυναίκα να φυλά τον πατέρα του.

Η ιρανική ταινία που ενθουσίασε κοινό και κριτικούς έκανε την εμφάνισή της σε μία περίοδο όπου η ιρανική κυβέρνηση κάνει ό, τι περνά από το χέρι της για να αποτρέψει κινηματογραφιστές να αποτυπώσουν οτιδήποτε τους θίγει. Με σκηνοθέτες να οδηγούνται στη φυλακή, όπως οι Jafar Panahi και Mohammad Rasoulof από το απολυταρχικό καθεστώς του Αχμαντινετζάντ, ο κινηματογράφος και η ελευθερία της έκφρασης κρίνονται και κατακρίνονται με όλα τα μέσα. Έχοντας σαρώσει τα Φεστιβάλ ανά την υφήλιο (βλ, Χρυσή Άρκτος, Φεστιβάλ Βερολίνου),το ‘A Separation’ μετράει ακόμη τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και το αντίστοιχο Όσκαρ. Δικαίως.

Χρησιμοποιώντας λιγοστά μέσα, ο σκηνοθέτης θέλει να τονίσει την ουσία, να στείλει ένα μήνυμα στο θεατή, χωρίς να τον ζαλίσει πολύ, δημιουργώντας μία ελκυστικά δραματική ιστορία για μία οικογένεια της πολύπαθης Τεχεράνης.

Η ουσία απτή και σύγχρονη για ένα Ιράν που προσπαθεί να ξεφύγει από το απολυταρχικό καθεστώς, παγιδεύοντας τον ίδιο του τον εαυτό στα γρανάζια της Ισλαμικής θεοφοβούμενης κοινωνίας του. Ταξικές διαφορές, ηθική, πολιτική, ο αέναος φόβος της αμαρτίας, εγωισμοί και αλήθειες, είναι λίγα από τα θέματα που αγγίζει ο Φαραντί.

Στην προσπάθειά του ο σκηνοθέτης να καταδείξει το σάπιο σύστημα δικαιοσύνης του σημερινού Ιράν (και όχι μόνο), διηγείται την ιστορία ενός περήφανου ζευγαριού, που θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε δυτική χώρα και που τα θέλω και τα όνειρά του άλλαξαν με το πέρασμα του χρόνου.

Οι αποφάσεις και οι ανένδοτες, εγωιστικές τους συμπεριφορές αφήνουν θύματα με σημαντικότερο την κόρη τους, η οποία με την ευφυΐα της προσπαθεί άσκοπα να τους φέρει ξανά κοντά. Πρέπει και οι δύο να αναλάβουν τις ευθύνες των πράξεών τους και να αντιμετωπίσουν το συνονθύλευμα των παρεξηγήσεων που προκάλεσαν οι αποφάσεις τους.

Η ηθικές και οι αξίες τους κλονίζονται, αφήνοντάς και τους δύο μετέωρους σε ένα σύστημα και μία κοινωνία που σιγοβράζει κάτω από το αυστηρό και απολυταρχικό Ισλάμ.

Νατουραλιστικά κινηματογραφημένο με εξαιρετικές ερμηνείες , το ‘A separation’ αποτελεί τρανταχτή απόδειξη ότι το Ιρανικό σινεμά, όσο και αν πνίγεται, πάντα θα καταφέρνει να παίρνει βαθιές δημιουργικές ανάσες, μέχρι να καταφέρει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του Ιρανικού καθεστώτος. 

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Bridesmaids (Οι φιλενάδες) (2011)


Σκηνοθεσία: Πολ Φέιγκ
Παίζουν: Ρόουζ Μπερν, Μάγια Ρούντολφ, Κρίστεν Γουίγκ

Η Άνι είναι μία τριαντάρα και κάτι που ζει μέσα από αποτυχημένες σχέσεις, βλέποντας την ερωτική και επαγγελματική πορεία της να πάει από το κακό στο χειρότερο. Όταν η κολλητή της Λίλιαν της ζητά να γίνει παράνυμφος στο γάμο της, θα βρεθεί αντιμέτωπη με την ‘καινούργια’ κολλητή Έλεν – μία πανέμορφη και πλούσια νεαρή – μετατρέποντας το γάμο σε ρινγκ γυναικών. Την ομάδα των παρανύμφων πλαισιώνουν άλλες τρεις θεότρελες κυρίες, η κάθε μία με τη δική της ιστορία. Όλες μαζί είναι οι ‘Φιλενάδες’, μία από τις πιο ξεκαρδιστικές κωμωδίες του 2011.

Με πρωταγωνίστρια την απολαυστική Kristen Wiig (Saturday Night Live), έρχεται η απάντηση στις ξεπερασμένες, ρομαντικές, αμερικάνικες γυναικείες κωμωδίες που έχουμε συνηθίσει έως τώρα.
Οι ‘Φιλενάδες’ αλλάζουν τα δεδομένα στη γυναικεία κωμωδία, αφού καταρρίπτονται όλοι οι μύθοι για το γυναικείο φύλο. Τέρμα πια η γυναίκα – κούκλα που κλαψουρίζει με το παραμικρό, κρίνεται από τη σεξουαλική της ζωή, πεθαίνοντας για τη μόδα σα να μην υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από την τελευταία συλλογή Manolo Blahnic.

Με αστείρευτο ειλικρινές χιούμορ και κοφτερές ατάκες, καταστάσεις αμηχανίας και γυναίκες ικανές για όλα, έρχεται μία κωμωδία από γυναίκες για… γερά στομάχια, σατιρίζοντας την πραγματικότητα που απαιτεί από τις γυναίκες να εκπληρώνουν πολλαπλούς ρόλους, αυτόν της ερωμένης, της μητέρας, της νοικοκυράς και της καριερίστα.

Με το χαρακτηριστικό στυλ της Wiig, σε συνδυασμό με την κωμική παρέα που τη συνοδεύει, ετοιμαστείτε για την απόλυτη απομυθοποίηση των γυναικών, αφού ό, τι ντροπιαστική στιγμή υπάρχει για μία γυναίκα θα τη δείτε εδώ.

Πολλοί θεωρούν τις ‘Φιλενάδες’ τη γυναικεία απάντηση στο ανδρικό ‘Hangover’, αφού και οι δύο μιλούν για γάμο και bachelor party, βουτώντας στα απόκρυφα τόσο της γυναικείας όσο και της αντρικής ιδιοσυγκρασίας.

Αφοπλιστικές ατάκες, σουρεαλιστικές καταστάσεις, σεξ και η αιώνια κόντρα μεταξύ των γυναικών συνθέτουν το σενάριο της ταινίας. Βέβαια η πλοκή αναπτύσσεται αργά, αλλά πιστέψτε με, κανέναν δεν ενδιαφέρει η πλοκή. Η βάση γίνεται στους διαλόγους και τους χαρακτήρες - μορφές της Αμερικάνικης κοινωνίας.

Είναι από τις κωμωδίες που επαναπροσδιορίζουν το είδος, που θέτουν νέες βάσεις. Είναι όμως και μία κατηγορία από μόνη της. Βασικά συστατικά που χρειάζεσαι για να την παρακολουθήσεις είναι: η καλύτερη διάθεση και αγαπημένη παρέα. Μόνο έτσι θα σας διασκεδάσει, αηδιάσει (έχει καθιερωθεί ήδη στο πάνθεον η σκηνή της Μακάρθι να αφοδεύει σε νιπτήρα), προβληματίσει, ξαφνιάσει. Γιατί και οι γυναίκες ξέρουν από κωμωδία.

Vertigo (1958)


Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock
Παίζουν: James Stewart, Kim Novak, Barbara Bel Geddes

Μία από τις κλασσικές πλέον ταινίες του Χίτσκοκ, του μαέστρου του μυστηρίου και του ψυχολογικού θρίλερ, του πρωτοπόρου σε μορφές κινηματογράφησης και σκηνοθεσίας. Του ανθρώπου αυτού που κατάφερε να δημιουργήσει και να καθορίσει ολόκληρες γενιές μετέπειτα σκηνοθετών και κινηματογραφικών κινημάτων.

Η ιστορία παρακολουθεί έναν αστυνομικό, τον Scottie, ο οποίος λόγω της ακροφοβίας του (ο φόβος για τα ύψη) αδυνατεί να σώσει το συνάδελφό του από μία αποστολή. Έχει παραιτηθεί από τη δουλειά του, όταν ένας παλιός του συμμαθητής θα τον πείσει να παρακολουθήσει τη γυναίκα του. Ο φίλος του είναι πεπεισμένος ότι η γυναίκα του έχει κυριαρχηθεί από ένα πνεύμα του προηγούμενου αιώνος. Ο Scottie θα ανακαλύπτει ολοένα και περισσότερα στοιχεία που κάνουν την υπόθεση ακόμη πιο μυστήρια. Καθώς περνάει ο καιρός, θα βρεθεί ερωτευμένος με τη γυναίκα, ανήμπορος πλέον να αντιμετωπίσει την κατάσταση με ανοιχτό μυαλό.

Δημιουργώντας από το πρώτο λεπτό μία ατμόσφαιρα αστυνομικού και μεταφυσικού μυστηρίου, η ταινία του Χίτσκοκ (αγαπημένη σε όλους τους σινεφίλ) έχει τα βασικά συστατικά για να σε μαγνητίσει μέχρι το τέλος. Τα κίνητρα των πρωταγωνιστών θέτονται όλα υπό αμφισβήτηση κάθε λεπτό, υποψιάζεσαι τα πάντα και τους πάντες, απορείς για το ‘μεταφυσικό’ στοιχείο της ιστορίας, που από μόνο του προκαλεί υποψίες. Είναι πράγματι ‘δαιμονισμένη’ αυτή τη γυναίκα; Τι κρύβεται πίσω από όλα αυτό;

Λόγοι και αντίλογοι, χαρακτήρες ποτέ όσο αθώοι όσο φαίνονται, το “Vertigo” έχει την κινηματογράφηση της απόλυτης έντασης, της απόλυτης αστυνομικής ιστορίας, που όταν την ξετυλίξεις προσεκτικά, θα ανακαλύψεις στοιχεία και δεδομένα που δεν τα περίμενες. Αμφισβητώντας την ίδια τη φύση της ιστορίας, η ταινία δε χάνει ποτέ το ενδιαφέρον της με τους χαρακτήρες να υπόκεινται στα πάθη τους, αφήνοντας τη λογική κατά μέρος.

Ο αστυνομικός Scottie, ευαίσθητος από όλα όσα έχει περάσει, είναι εγκλωβισμένος στη φοβία του, η οποία τον αναγκάζει να πάρει άλλες αποφάσεις από αυτές που θα έπαιρνε εάν την είχε νικήσει. Πλεκτάνες και σχέδια μπλέκονται με τα φαντάσματα του παρελθόντος δημιουργώντας ένα από τα απόλυτα ψυχολογικά θρίλερ που είδε ποτέ ο κινηματογράφος, κάνοντας μυριάδες μετέπειτα ταινίες να αντιγράψουν την δομή της με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Κλασσική, με ρυθμό και σταδιακή κλιμακούμενη ένταση με τα γνωστά μοτίβα του ‘εμμονικού’ Χίτσκοκ, η ταινία έχει μπει αυτομάτως, από την πρώτη ημέρα της προβολής της στην κατηγορία των κλασσικών ταινιών που όσες φορές και αν προσπαθήσει κάποιος να την αντιγράψει, δε θα καταφέρει ποτέ να αποτυπώσει το κλίμα και την τελειότητά της.